- Ἔλαφοι
- Ἔλαφοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔλαφοι — ἔλαφος deer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMANA — I. AMANA Insul. Americae Septentrionalis, una ex Lucaiis, sub Anglorum dominio. II. AMANA mons Ciliciae, qui et Amanus dicitur, et Α῎μανον Stephano. Alii putant esse montem Cappadociae. Lucan. l. 3. v. 244. Cappadoces, duri populus nunc cultor… … Hofmann J. Lexicon universale
CERASTAE — I. CERASTAE Graece κεράςται, cervi dicebantur, cum perfecta erat forma cornuum et ipsi magni cervi facti. Interpres Apollonii, Οἱ δὲ κέρατα μεγάλα ἔχοντες ἔλαφοι κεράςται. Nempe primô annô Graecis νεβροὶ, secundô πατταλίαι, tertiô δικροΐται,… … Hofmann J. Lexicon universale
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
πυκνόστικτος — ον, Α αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
σεργοί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφοι» … Dictionary of Greek
στικτόπους — ουν, γεν. στικτόποδος, Α αυτός που έχει στικτά πόδια («στικτόποδες ἔλαφοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στικτός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
τριβοβατώ — έω, Α 1. περιφέρομαι στους δρόμους 2. (μόνο μτφ.) είμαι έμπειρος («ὥσπερ ἔλαφοι ἐν τῷ ὄρει, τριβοβατοῡσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἁγίων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβος «δημόσιος δρόμος» + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο βατῶ] … Dictionary of Greek
φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… … Dictionary of Greek
φύρακες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφροί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί φύζακες ἔλαφοι (βλ. και λ. φυζακινός)] … Dictionary of Greek